- χαριτόπλαστος
- -η, -ο, Νπλασμένος με χαρίσματα, γεμάτος χαρίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + πλαστός (πρβλ. πηλό-πλαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek